Παράλληλοι δρόμοι στις γειτονιές της Αθήνας...
Όταν η Kυψέλη έγινε γκέτο…
Mύριζε γαζία η γειτονιά μου και ανθισμένες νερατζιές. Ήταν ήσυχη η Kυψέλη και ένιωθες περήφανος να ζεις σ’ αυτήν. Θυμάμαι, τέλη της δεκαετίας του ‘60 αρχές του ‘70, τις καθημερινές μου βόλτες στους δρόμους της και τις Kυριακές την καθιερωμένη ποδηλατάδα στο Πεδίον του Άρεως – Πάρκο, το λέγαμε – με τον πατέρα μου, που είχε πάντα και μια ιστορία να μου διηγηθεί, βγαλμένη απ’ τις δικές του αναμνήσεις για τη γειτονιά μας! Δύσκολα και κείνα τα χρόνια, δεν είχαν μνημόνια και τρόικες, είχαν όμως φίλους και συγγενείς στη Mακρόνησο, ίσως κάποιους γείτονες με αμφίβολης προέλευσης οικονομική άνεση, μα, κυρίως, είχαν χαμόγελο, αισιοδοξία και προσδοκία ότι τα καλύτερα δεν είχαν έρθει ακόμη.
«Kαλημέρα»· έδινες και έπαιρνες από όλους. Το μπακάλη, το χασάπη, το φούρναρη αλλά και το συγκάτοικο, τον οποίον γνώριζες καλά και είχες μαζί του σχέσεις καθημερινές, αυθόρμητες, ανθρώπινες.
Kαι ήρθε η περιβόητη μεταπολίτευση. Και το τοπίο άρχισε να αλλάζει άρδην. Ο γείτονας έγινε ανταγωνιστής, ο συγγενής βολεύτηκε στο δημόσιο, που μοίραζε – ασύστολα – θέσεις σε αξιόλογους και μη, αρκεί να χάριζαν την ψήφο τους στο κόμμα και όλοι μας αρχίσαμε να βλέπουμε τον κόσμο με διαφορετική ματιά. Εκεί που άλλοτε δίναμε αγώνες γι’ αυτά που πιστεύαμε και σεβόμαστε, μεταλλαχτήκαμε σε συστατικά του συστήματος που μια συνταγή είχε: Bολέψου και κονόμησε!
Η γειτονιά μου μεταμορφώθηκε. Οι παλιοί της κάτοικοι – εκτός από μερικούς ρομαντικούς, που επιμένουμε να την αγαπάμε και να παραμένουμε εδώ, σε πείσμα των καιρών – μετακόμισαν σε πιο περιοχές, ανάλογες της οικονομικής τους, πλέον, θέσης που επέβαλλε και την κοινωνική τους αναβάθμιση. Kαι όσοι δεν πούλησαν τα σπίτια τους, άρχισαν να τα νοικιάζουν ανεξέλεγκτα σε όποιον εμφανιζόταν με ένα ενοίκιο-δόλωμα στο χέρι.
Η περιοχή έχασε το πρόσωπό της, το χαρακτήρα της, την αξία της. Εκεί που άλλοτε ήταν προνόμιο να κατοικείς στην Kυψέλη, τώρα μετατράπηκε σε όνειδος. Οι «τυχεροί» των άλλων περιοχών, μας κοιτάζουν με συγκατάβαση λέγοντάς μας με το βλέμμα: Kακόμοιροι, πώς αντέχετε να ζείτε εκεί;
Και μεις ή θυμώνουμε και αγανακτούμε στιγμιαία ή συμφωνούμε, ψάχνοντας τρόπο να την εγκαταλείψουμε με τη σειρά μας, αναζητώντας το δικό μας άλλοθι· λες και δε φταίμε για τη σημερινή κατάντια.
Γιατί ποιος φταίει – αν όχι εμείς οι ίδιοι – για την καταστροφή αυτή;
Eμείς δεν είμαστε που μετατρέψαμε τη συνοικία μας σε χωνευτήρι ανθρώπινων ψυχών;
Eμείς δεν είμαστε που υποτιμήσαμε τα σπίτια μας, τον κόπο των γονιών και τον δικό μας, όταν στο όνομα της υποκριτικής μας ανθρωπιάς, δώσαμε στέγη σε όλους όσους κατέφυγαν σ’ αυτή την ανοχύρωτη πόλη, που φιλοξενεί τις προοδευτικές μας νοοτροπίες, αρκεί να μην αγγίζουν την αυλή μας;
Εμείς δεν είμαστε που, αγανακτισμένοι, κατεβήκαμε και κατασκηνώσαμε στο Σύνταγμα, μιμούμενοι για άλλη μια φορά ό,τι έρχεται απ’ έξω και μας φαντάζει γραφικά αγωνιστικό; Και τώρα, τώρα που το κακό παράγινε, τώρα που η κατάσταση δεν ελέγχεται πλέον, περάσαμε στο άλλο άκρο, της γενικευμένης άρνησης, της εχθρικότητας και της ρατσιστικής συμπεριφοράς, γιατί τώρα πια κινδυνεύει η ζωή μας, η ζωή των παιδιών μας, η ανάσα μας που κι αυτή κοντεύει να χαθεί.
Κουράστηκα να βλέπω τη γειτονιά μου να αλλοιώνεται έτσι. Κουράστηκα να βλέπω το γείτονα να κοιτάει μέσα απ’ την κουρτίνα, χωρίς να τολμάει να διαμαρτυρηθεί για την ασχημία που διαδραματίζεται καθημερινά κάτω απ’ το μπαλκόνι του. Kουράστηκα να κρύβομαι πίσω απ’ την ίδια μου την αγανάκτηση.
Θέλω την Kυψέλη μου και τη θέλω τώρα! Θέλω να μπορώ να περπατάω και πάλι στους δρόμους της χωρίς να φοβάμαι. Θέλω να μπορώ να κάθομαι στη Φωκίωνος όπως παλιά και να μην πληγώνεται η ματιά μου από τα ανθρώπινα ράκη που έχουν κάνει τα παγκάκια της κρεβάτια και τα παρτέρια της ουρητήρια. Θέλω να βγαίνω απ’ την πόρτα μου το πρωί και να μη χρειάζεται να καθαρίζω με το λάστιχο ό,τι άφησαν τη νύχτα οι άστεγοι όλων των φυλών, που τη μέρα κρύβονται και τη νύχτα παρασιτούν έξω απ’ το σπίτι μου. Θέλω να πάψω να τρέμω μήπως βρω το αυτοκίνητό μου σπασμένο για ένα ευρώ που τυχόν είχα ξεχάσει στο τασάκι και μήπως μπει κάποιος στο σπίτι μου την ώρα που βρίσκομαι μέσα με το ανήλικο παιδί μου. Θέλω να ξαναβρούμε όλοι την καλή μας συμπεριφορά και τη χαμένη μας ευγένεια, αυτές που ξεχάσαμε όταν φορέσαμε την αλαζονεία του απόγονου των αρχαίων Eλλήνων. Θέλω να ξαναθυμηθούμε την ανεπάρκειά μας και να προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε τις ψυχές και τους χαρακτήρες μας, για να μπορέσουμε να κοιτάξουμε με συμπάθεια αυτόν που τώρα κοιτάμε με έχθρα και που χθες τον κακοπληρώναμε για να μας κάνει τις δουλειές. Θέλω η γειτόνισσά μου όταν βγάζει βόλτα το σκυλάκι της, να μαζεύει και αυτά που αφήνει στο πεζοδρόμιό μου, μπροστά στην πόρτα μου, χωρίς να χρειάζεται να της το υποδείξω. Θέλω ο λαθρομετανάστης που κυκλοφορεί τη νύχτα και κρύβεται τη μέρα, να έχει το δικαίωμα να ζει όπως εγώ, αρκεί να μην απειλεί τη ζωή και την περιουσία μου. Θέλω οι πολιτικοί, που εγώ τους έδωσα τη θέση που κατέχουν, να έρθουν μια μέρα, μόνο μία, να ζήσουν στη γειτονιά μου και να δουν πώς πραγματικά είναι να ζεις εδώ και μετά να βγαίνουν να πετούν τις ανόητες, προεκλογικές τους φωτοβολίδες, που σταματάνε να ισχύουν μόλις σβήσει η λάμψη τους.
Θέλω η Kυψέλη μου να ξαναγίνει δική μου και να πάψει να είναι το γκέτο που και εγώ έβαλα το χέρι μου να γίνει. Zητάω βοήθεια από σένα γείτονα, από σένα φίλε, από σένα εκπρόσωπε της όποιας πολιτείας, μα πάνω απ’ όλους, από σένα, εαυτέ μου να ξαναγίνω άνθρωπος, να ξαναβρώ τη χαμένη μου αξία, τις αρχές μου, την αισιοδοξία και την πίστη μου σ’ ένα καλύτερο μέλλον για όλους εμάς, που το αύριο των παιδιών μας, αποδείχθηκε πως είχε σαθρά θεμέλια.
Kαλή μας δύναμη!
Άρτεμις Σ. Πετροπούλου Kυψέλη, Mάρτης 2012