04/03/2012
του Παναγιώτη Παρασκευόπουλου*
Ψιλοβρέχει. Οι κεντρικοί δρόμοι, η Σταδίου και η Πανεπιστημίου είναι άδειοι. Η κυκλοφορία έχει κοπεί από την Ομόνοια. Στο Σύνταγμα έχει φθάσει η πορεία που έχει τελειώσει με κάτι λίγα επεισόδια. Τα στρώματα Σταδίου και Κοραή μπροστά από την Εμπορική Τράπεζα είναι μαζεμένα προσωρινά στην άκρη,μαζί με τις κουβέρτες που μοιράζει η εκκλησία και ο Δήμος. Μπροστά από τα γραφεία κάτι υπάλληλοι έχουν βγει έξω για να καπνίσουν. Δίπλα τους ένα γεροντάκι καθισμένο στο στρώμα του και μισοτυλιγμένο σε μια κουβέρτα τρώει από ένα κεσεδάκι με βουλιμία μεγάλες μπουκιές από κρέας. Οι διαδήλωση στο Σύνταγμα έχει τελειώσει και μερικοί πρώην διαδηλωτές κατηφορίζουν τη Σταδίου και προσπερνούν. Πιο πάνω η Πανεπιστημίου ακόμη πιο άδεια.
Στο κηπάκι στη Μασσαλίας πάνω στα παγκάκια έχουν στήσει το σπιτικό τους κάτω από χαρτόνια, νάιλον και κουβέρτες. Δεν είναι πολλοί, τρεις ή τέσσερις αλλά αρκετοί για αυτούς που περίμεναν την πρωτοβουλία του Δήμου για τη βοήθεια των αστέγων από το κρύο για να βάλουν το χεράκι τους. Αντί να τους πάνε, αν ήθελαν να τους βοηθήσουν, στους θερμαινόμενους χώρους που διέθετε ο Δήμος όπου θα μπορούσαν να φάνε και ένα πιάτο φαί, σπάσανε με λοστό τις πόρτες του διπλανού Πνευματικού Κέντρου του Δήμου και τους έβαλαν μέσα. Έτσι για να φτιάξουνε μια άλλη υπόθεση Υπατίας και να καταστρέψουνε το κεντρικότερο και ένα από τα ωραιότερα κτήρια της πόλης χρησιμοποιώντας το σαν εφαλτήριο της ¨κοινωνικής¨ δράσης τους. Μια ακόμη πιο ελεεινή περίπτωση ιδιόχρησης της ανθρώπινης δυστυχίας για δήθεν πολιτικούς λόγους. Και η άμεση αντίδραση του Δημάρχου που φώναξε την αστυνομία που τους έβγαλε έξω τους χάλασε τα σχέδια.
Που γεμίζει ολοένα και περισσότερο με το περιθώριο, τη δυστυχία αλλά και την επίδειξή τους. Οι δρόμοι του κέντρου έχουν γεμίσει άστεγους. Που κοιμούνται παντού. Στις κεντρικές λεωφόρους, στις εσοχές των δρόμων, στις εξόδους του μετρό, στις εισόδους των κτηρίων και των εκκλησιών, στα παγκάκια και στους κήπους. Στο κέντρο της πόλης πάντα. Που σιγά σιγά αδειάζει από ζωή και γεμίζει με νέα κενά. Που γεμίζουν με νέο περιθώριο. Ακόμη και εισαγόμενο. Η έλλειψη κοινωνικής οργάνωσης μιας κοινωνίας απροετοίμαστης για τέτοια φαινόμενα και απασχολημένης μόνο με την αναπαραγωγή της ευδαιμονίας της φαίνεται από τις σπασμωδικές της ενέργειες. Αντί να οργανώσει την περίθαλψη σε χώρους φροντίδας μοιράζει κουβέρτες στους δρόμους.
Στρώματα και σκεπάσματα με ή χωρίς ανθρώπους επάνω τους, μπροστά από τα κλειστά μαγαζιά και τα κατεβασμένα ρολά μιας έρημης και φοβισμένης κάθε φορά που τους βλέπει, πόλης θα αντικρίζουν σε λίγο οι κάθε λογής διαδηλωτές που συνεχίζουν να επιμένουν στους καθημερινούς αποκλεισμούς του κέντρου της πόλης. Των κάθε λογής συνδικάτων που συνεχίζουν στο ίδιο μοτίβο της καταστροφής. Που φροντίζουν τους δικούς τους αδιαφορώντας για όλους τους άλλους. Για τη ζωή στο κέντρο της πόλης. Που είναι όλοι αυτοί που εργάζονται εκεί και εκείνοι που δεν μπορούν ποτέ να φθάσουν εκεί. Είναι μερικά χρόνια τώρα που κλείνουν τα μαγαζιά που δεν αντέχουν αυτόν τον ασφυκτικό καθημερινό αποκλεισμό. Που καταγράφουν στο παθητικό τους συσσωρεύοντας κάθε μέρα πρωί ή απόγευμα που το κέντρο κλείνει, κάτι που γίνεται συνέχεια και το μίσος για τη ζωή των ζόμπι των πόλεων που γίνεται όλο και πιο συχνά. Και το τεράστιο και πιο επικίνδυνο κενό του κέντρου της πόλης που δεν είναι το κενό αυτής της κρίσης που νομίζουν όλοι αλλά περισσότερο αποτέλεσμα της επιβολής μιας ιδιότυπης συμμετοχικής δικτατορίας και της απουσίας του κράτους. Ενός άλλου κενού την επικινδυνότητα του οποίου τη δοκιμάσαμε απλώς το βράδυ της Κυριακής 12 Φεβρουαρίου. Εκείνης της απίστευτης νύχτας που χτυπήθηκε ανελέητα το κέντρο. Που κάηκαν κτήρια, βανδαλίστηκαν και λεηλατήθηκαν καταστήματα. Που οι βιτρίνες κατέρρεαν υπό τις ιαχές του πλήθους που χειροκροτούσε αυτούς που είχαν μπει μπροστά. Και άνοιγαν τις τράπεζες τραβολογώντας πάλι και πάλι με μανία τα σπασμένα ρολά που δεν έλεγαν ν ανοίξουν και πετροβολούσαν τα αυτοκίνητα της πυροσβεστικής που προσπαθούσε να σβήσει τις φωτιές.Αυτές τις φωτιές τις πραγματικές τις φονικές που είχαν ανάψει οι πραγματικοί κουκουλοφόροι που είχαν καταλάβει το κέντρο και όχι οι άλλοι «αυτοί με τις … γραβάτες» όπως υπαινίχτηκε για τους βουλευτές που ψήφιζαν τη νέα δανειακή σύμβαση ένας άπειρος και αμετροεπής πολιτικός ενδιαφερόμενος περισσότερο να προσδώσει ενδιαφέρον στο λόγο του με καυτές παρομοιώσεις παρά να σβήσει τις νέες φωτιές που θα μπορούσαν να ανάψουν με τέτοιες επικίνδυνες εξισώσεις. Φωτιές που φαίνεται να έχουν αρχίσει να αποτελούν ένα απαραίτητο συστατικό της νέας εικόνας της πόλης στη ματιά παλιών καλλιτεχνών που έχουν πια στερέψει και διατηρούνται ακόμη στην επικαιρότητα χάρις στο γνωστό σύστημα σχέσεων, νέων που δεν έχουν καταλάβει τι γίνεται και θέλουν να φανούν νέο-εικονοκλαστικοί για να ξεχωρίσουν, αλλά και άλλων επικίνδυνα αρκετών με κλινικά ενδιαφέροντα ψυχισμό ανθρώπων που στα μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν την καμένη πόλη με το μυαλό του Νέρωνα και πολεοδομικής μορφής ασυναρτησίες. Και φαίνεται να βρίσκουν ένα ακροατήριο του παραλόγου έτοιμου να αποενοχοποιείσει εγκληματικές πράξεις και να μικρύνει ακόμη περισσότερο την απόσταση της ζωής από το θάνατο. Αυτόν των τριών παιδιών που κάηκαν στη Μαρφίν δίπλα στο Αττικόν, αυτόν από τον οποίο κατά τύχη ξέφυγαν οι επιβάτες εκείνο το βράδυ στο Σταθμό του Μετρό στο Αιγάλεω και εκείνου που αμείλικτα περιμένει τους άλλους τους ήδη καταδικασμένους που καθημερινά σέρνονται δίπλα μας και μας ζητούν το αντίτιμο ενός γάλατος για πάρουν τη δόση τους.
Με την απαίσια νοτισμένη μυρωδιά του πολυκαιρισμένου καμένου στους έρημους δρόμους και τις στοές του κέντρου της πόλης να μη λέει να φύγει, τα βράδια η εικόνα του κέντρου μοιάζει να έχει παγώσει από εκείνη τη νύχτα. Το ίδιο και η ζωή.
*Ο Παναγιώτης Παρασκευόπουλος είναι αρχιτέκτων, Πρόεδρος της Επιτροπής Πρωτοβουλίας Κατοίκων Πλάκας και της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού – και μέλος της Κίνησης Συλλόγων και Ενεργών Πολιτών για τη Διάσωση του Ιστορικού Κέντρου.